Ποσοτική Χαλάρωση (QE). Εργαλείο Νομισματικής Πολιτικής το οποίο χρησιμοποιείται από μία κεντρική τράπεζα το χρησιμοποιεί προκειμένου να μειωθούν τα μακροπρόθεσμα επιτόκια και έτσι να διοχετευθεί επιπλέον ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα. Η Κεντρική τράπεζα προβαίνει συνήθως σε μεγάλες αγορές ομολόγων, κυρίως κρατικών ομολόγων μακροπρόθεσμης λήξης.
Ειδικά σε συνθήκες πολύ χαμηλών (σχεδόν μηδενικών) βραχυπρόθεσμων επιτοκίων Οι Κεντρικές Τράπεζες εμπλέκονται στην ποσοτική χαλάρωση. Οι αγορές των ομολόγων αυτών δημιουργούν ηλεκτρονικό χρήμα κεντρικών τραπεζών, αυξάνουν την προσφορά χρήματος, στηρίζουν την οικονομική ανάπτυξη και συμβάλλουν στην επάνοδο του πληθωρισμού σε επιθυμητά επίπεδα.
Οι αγορές αυτές των ομολόγων έχουν ως αποτέλεσμα την άνοδο των τιμών των ομολόγων και αντίστοιχα την μείωση των αποδόσεών τους, οι οποίες αποδόσεις επηρεάζουν το γενικό επίπεδο επιτοκίων στην αγορά ομολόγων. Κατά συνέπεια, μια ευρεία σειρά επιτοκίων μειώνονται και τα δάνεια γίνονται φθηνότερα. Επομένως, δίνεται ώθηση στην κατανάλωση και στις επενδύσεις, οπότε στηρίζεται η οικονομική ανάπτυξη και η δημιουργία θέσεων εργασίας.
Η πρώτη φορά κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε η ποσοτική χαλάρωση ήταν στην Ιαπωνία τον Μάρτιο 2001. Ακολούθησαν οι ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2008, η Μ.Βρετανία τον Μάρτιο 2009 και η Ευρώπη τον Μάρτιο του 2015.