Mezzanine Debt. Μέθοδος ειδικής εταιρικής χρηματοδότησης, εταιρικό χρέος υβριδικής μορφής καθώς συνδυάζει χαρακτηριστικά ομολόγων και μετοχών προσφέροντας στους επενδυτές-δανειστές τη δυνατότητα μετατροπής του χρέους σε μετοχές.
Από τη μεριά του ομολόγου παίρνει συνήθως τη μορφή ενός Subordinated Bond (μικρής ή μηδενικής εξασφάλισης) ενώ από τη μεριά των μετοχών παίρνει τη μορφή προνομιούχων μετοχών ή μετατρέψιμων ομολογιών σε συνδυασμό με μετοχικά δικαιώματα (options π.χ. warrants).
Οι επενδυτές-δανειστές προσβλέπουν σε μία υψηλή αναμενόμενη απόδοση, συνήθως 12% έως 20% (ή και 30%) ετησίως. Μία τέτοια μεγάλη απόδοση από τη στιγμή που δεν είναι εφικτό να προσφερθεί από τη δανείστρια εταιρία, έρχεται η χρήση των warrants και των χαρακτηριστικών μετατροπής να βοηθήσουν σε αυτό. Συνήθως στόχος του mezzanine επενδυτή δεν είναι να γίνει μακροπρόθεσμα ισχυρός μέτοχος της εταιρείας, αλλά αντίθετα, να εξασφαλίσει μεγάλες αποδόσεις σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, και στη συνέχεια να μεταβιβάσει τις μετοχές του.
Η δανειζόμενη εταιρία είναι συνήθως μικρού μεγέθους, μη εισηγμένη και η οποία δεν έχει πρόσβαση σε παραδοσιακή τραπεζική χρηματοδότηση. Το σύνηθες χρονικό διάστημα μίας χρηματοδότησης mezzanine debt είναι άνω των 5 και έως 8 έτη, ενώ στους όρους μπορεί να υπάρξει και πρόβλεψη για δυνατότητα πρόωρης εξόδου. Η χρηματοδότηση μέσω mezzanine debt χρησιμοποιείται συχνά σε εξαγορές μέσω δανεισμού.
Όρος γνωστός και ως: Ενδιάμεση Χρηματοδότηση