Credit Crunch

Εκτύπωση άρθρου Εκτύπωση άρθρου | Αποστολή με Email Αποστολή με Email

Credit Crunch. Η κατάσταση-περίοδος όπου σημειώνεται ΑΠΟΤΟΜΟΣ περιορισμός (rationing) στη χορήγηση πίστωσης από τις τράπεζες προς νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ο περιορισμός αυτός έγκειται στο μέγεθος του δανείων (non price credit rationing). Ένα credit crunch είναι πιο επώδυνη κατάσταση από μία γενικότερη πιστωτική στενότητα (credit tight) για αυτό η αντιμετωπισή της συνήθως χρειάζεται κρατική-θεσμική παρέμβαση. Λέξη ‘ΑΠΟΤΟΜΟΣ’ κάνει την ειδοποιό διαφορά καθώς αντανακλά σε ένα αρνητικό ΣΟΚ στη διαδικασία κατανομής των δανείων.

Ο όρος επινοήθηκε από τους Sidney Homer και Henry Kaufman, οικονομολόγους της Salomon Brothers το 1966 για να περιγράψουν τις συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας που σημειώθηκαν τον Αύγουστο του 1966. Αυτό το credit crunch του 1966 θεωρείται ως ένα κλασσικό παράδειγμα πιστωτικής ασφυξίας.

Ιστορικό:
Ερχόμενοι από μία μέτρια ύφεση, οι αρχές της 10ετίας του 1960 υπήρξε μία περίοδος διαρκούς αύξησης του ΑΕΠ (άνω του 4% σε όρους Πραγματικού ΑΕΠ για πάνω από 4 έτη) και σημαντικής μείωσης της ανεργίας (από περίπου 7% το 1961 σε 4% περίπου το 1966). Στην περίοδο αυτή υπήρξε υψηλός ρυθμός πιστωτικής επέκτασης καθώς η ζήτηση για δάνεια ήταν μεγάλος και μάλιστα σε συνθήκες εύκολου και φθηνού δανεισμού. O  δανεισμός μεγάλωνε με ρυθμό άνω του 10% ετησίως. Ειδικά την περίοδο Ιανουάριος 1965 -Ιούλιος 1966 υπήρξε μία πολύ απότομη αύξηση των τραπεζικών δανείων.

Η πιστωτική επέκταση αυτή συνέπεσε με την ανάπτυξη μία νέας αγοράς καταθετικών προϊόντων, των Negotiable Certificate of Deposits (ΝCD’s) που ήταν Προθεσμιακές καταθέσεις με Διαπραγματεύσιμο Επιτόκιο. Οι τράπεζες δέχτηκαν μεγάλο όγκο καταθέσεων δίνοντας με τη σειρά τους περισσότερα δάνεια ενώ επένδυσαν και σε ομόλογα υψηλής απόδοσης. Υπολογίζεται ότι το σύνολο των CD’s με ποσά $100.000 και άνω, από $2,9 δις στις 30/12/1961, άγγιζαν τα $17,7 δις στις 18/05/1966 με τον αριθμό των τραπεζών που τα πρόσφεραν να είναι 632 από 232.
Παράλληλα, οι τράπεζες αύξαναν το επιτόκιο στα CD’s προκειμένου να μπορούν να ανταγωνίζονται άλλα επενδυτικά προϊόντα χρηματαγοράς μικρής διάρκειας
Στα μέσα του 1963 το επιτόκιο των CD’s ήταν 2,5%, ανεβαίνοντας στο 4,07% στο Q4:1964 και να φτάνει στο 4,58% στο Q4:1965. Όμως με τον τρόπο αυτό ανέβαιναν και τα κόστη των τραπεζών.

Από την άλλη  τα επιτόκια των δανείων παρέμεναν σχετικά σταθερά: Από το 1961-μέσα 1965 το επιτόκιο των βραχυπρόθεσμων επιχειρηματικών δανείων παρέμενε γύρω στο 5% και το prime rate των κάπως μακροπρόθεσμων στο 4,5%.

Όσον αφορά τις επενδύσεις των τραπεζών σε ομόλογα, το ποσοστό επένδυσης σε αφορολόγητα Δημοτικά-Πολιτειακά Ομόλογα στα μέσα του 1965 ανέβηκε κατά 206% σε σχέση με το 1960 (ποσοστό νέων αγορών ομολόγων προς καταθέσεις), σε σημείο να αγοράζουν άνω του 50% του όγκου έκδοσής τους ετησίως.

Στα μέσα του 1965 ξεκίνησαν οι στρατιωτικές δαπάνες για τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Αυτό συνετέλεσε σε ένα αυξανόμενο ομοσπονδιακό έλλειμμα που άυξησε τις πληθωριστικές προσδοκίες και πυροδότησε τη ζήτηση δανείων.
Η Fed βλέποντας τον πληθωρισμό να ανεβαίνει μετά το 1965 ξεκίνησε την αύξηση των επιτοκίων. Το Δεκέμβριο του 1965 τα επιτόκια αυξήθηκαν κατά 0,5% στο 4,5% με τις τράπεζες να προσφέρουν στους φερέγγυους πελάτες (prime) επιτόκιο δανεισμού 5%.
Καθώς η Fed συνέχιζε την περιοριστική νομισματική της πολιτική και προσπαθούσε να παροτρύνει τις τράπεζες να περιορίσουν τη χορήγηση δανείων προκειμένου να μειωθεί ο ρυθμός του πληθωρισμού. Την περίοδο Ιανουάριος 1965 -Ιούλιος 1966 υπήρξε μία πολύ απότομη αύξηση των τραπεζικών δανείων που ανησυχούσε τη Fed.

Οι τράπεζες άρχισαν να εξετάζουν πιο προσεχτικά τις αιτήσεις δανείων ενώ ξεκίνησαν να πουλούν μέρος των ομολόγων (δημοτικά και κυβερνητικά) που κατείχαν. Το επιτόκιο δανεισμού prime ανέβηκε στο 5,5% στις 10/03/1966.

Στις 08/07/1966, ο τύπος της εποχής σημείωνε «Ο τραπεζικός δανεισμός είναι ο πιο ‘στενός’ από τότε που ξεκίνησε η επέκτασή του» 5 χρόνια νωρίτερα (American Banker).

Τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 1966 υπήρξε μείωση της προσφοράς του χρήματος στην οικονομία καθώς η Fed δεν αγόρασε πολλά ομόλογα μειώνοντας έτσι τη ρευστότητα του συστήματος δραματικά σε σχέση με τους προηγούμενους 4 μήνες. Αυτό ανάγκασε τις τράπεζες να σταματήσουν να προσφέρουν (προσωρινά) δάνεια επιφέροντας το περιβόητο credit crunch.

Μάλιστα σημειώθηκε και κρίση ρευστότητας στις αγορές ομολόγων τον Αύγουστο καθώς οι πωλήσεις από την μεριά των τραπεζών είχαν ρίξει τις τιμές των ομολόγων άρα είχαν προκαλέσει άνοδο των αποδόσεων που σημαίνει άνοδο του κόστους χρήματος για τις πολιτείες/δήμους που τα εξέδιδαν. Τον μήνα εκείνο το επιτόκιο δανεισμού prime ανέβηκε στο 6%.

Χρηματιστηριακά, ο δείκτης αναφοράς S&P500 τον Αύγουστο με Οκτώβριο του 1966 υποχώρησε 12% περίπου ενώ στα χαμηλά του ΟΚΤ η απόδοση από την αρχή της χρονιάς ήταν -22% περίπου.

Όρος Γνωστός και ως: Πιστωτική Ασφυξία

Ετικέτες: